πραϋλόγος

πραϋλόγος
ὁ, ἡ, Α
αυτός που μιλά με πραότητα, ήμερα, γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραυλόγω — πραυλόγος gentle in speech masc nom/voc/acc dual πραυλόγος gentle in speech masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραυλόγοι — πραυλόγος gentle in speech masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρολόγος — ον, Α πραϋλόγος*. αυτός που μιλάει ήσυχα, γλυκά, με πράους λόγους, γλυκομίλητος («παυρολόγοι πολιαί», Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός» + λόγος*. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πραϋλόγος (< πρᾶος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”